εριδουπος

εριδουπος
    ἐρίδουπος
    ἐρί-δουπος
    2
    Hom. = ἐρίγδουπος См. εριγδουπος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εριδουπος" в других словарях:

  • ερίδουπος — ἐρίδουπος, ον (Α) (για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, θορυβώδης, ερίγδουπος («ποταμῶν ἐριδούπων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερίγδουπος*] …   Dictionary of Greek

  • ἐρίδουπος — resounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίδουπον — ἐρίδουπος resounding masc/fem acc sg ἐρίδουπος resounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριδούπου — ἐρίδουπος resounding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριδούπων — ἐρίδουπος resounding masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριδούπῳ — ἐρίδουπος resounding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερίγδουπος — ἐρίγδουπος, ον (Α) (κυρίως για έμψυχα) αυτός που βροντά, αυτός που ηχεί, ο βροντώδης («ἐρίγδουποι πόδες ἵππων», Ομ. Ιλ.) βλ. και ερίδουπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + γδούπος] …   Dictionary of Greek

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»